14.08.2009 ΤΑ ΝΕΑ
Γιώργος Λιάνης «Οι πολυκατοικίες είναι καλύτερες από το Μουσείο»
Ο Αλέκος Φασιανός συνομιλεί με τον νεώτερο ομότεχνό του για τη ζωγραφική και την αισθητική της Αθήνας.
Υπάρχει μια κινέζικη παροιμία που λέει: «Το πνεύμα κάνει περισσότερο δρόμο από την καρδιά, πηγαίνει όμως λιγότερο μακριά». Είναι η περίπτωση του Αλέκου Φασιανού. Ο Αλέκος Φασιανός έχει περάσει σε μια φάση εικαστικού μύθου. Αυθεντικός καλλιτέχνης. Φορέας φωτιάς. Η ζωγραφική του είναι απλή: «Να τρως άμα πεινάς και να πίνεις νερό άμα διψάς». Ο Φασιανός τον μύθο δεν τον θεωρεί παραμύθι αλλά πραγματικότητα. Όσο κι αν φαίνεται μακρινό, η φωτολουσία των χρωμάτων του Φασιανού αναδύεται με δύναμη από την πιο μακρινή μας καταγωγή. Από τα αρχαία αγγεία και κυρίως τις υπέροχες λευκές ληκύθους. Τον Φασιανό δεν τον πλάνεψαν ούτε οι σειρήνες της αριστερής όχθης του Σηκουάνα, ούτε το Παρίσι της δεκαετίας του ϳ60. Δεν μιμήθηκε. Δημιούργησε το μέλι του από το δικό μας ελληνικό μέλι. Ο Αραγκόν για δύο Έλληνες έγραψε με τόση θέρμη. Για τον Γιάννη Ρίτσο και για τον Αλέκο Φασιανό. «Ω Φασιανέ! Θυμάμαι τις πρώτες μέρες, την πρώτη έκπληξη ενός καινούριου τρόπου νϳ αγαπάς». Και παρακάτω: «Ω, εσείς! Ξαναπείτε μου το όνομα του ζωγράφου αυτού, που τόσο μου αρέσει να “διαβάζω” στους τοίχους ενός καινούργιου ονείρου». Ο Ζακ Λακαριέρ λέει ότι ο άνεμος που διαπνέει τις σελίδες της «Οδύσσειας» και φουσκώνει τα πανιά του Οδυσσέα είναι ο ίδιος άνεμος που ανακατεύει τα μαλλιά των μορφών του Φασιανού! Ο Φασιανός θεωρεί δασκάλους του τον Θεόφιλο, τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Ελύτη, τον Σαχτούρη, τον Εμπειρίκο και τον Νίκο Καρούζο. Από τους ξένους τον Πιέρο ντε λα Φρανσέσκα, τον Σεζάν και τον Πικάσο. Ο Χαδούλης θεωρεί δασκάλους του τον Γκόγια, τον Βελάσκεθ, τον Ματίς, τον Πικάσο, τον Τσαρούχη και κυρίως τον Αλέκο Φασιανό. Ο ένας είναι παιδί της ελληνικής παράδοσης. Ο άλλος είναι απόφοιτος της Εcole Νationale Superiere des Βeaux Αrtes. Και οι δυο τους λατρεύουν το χρώμα. Ο Γιώργος Χαδούλης ζωγραφίζει και τυφλώνει. Οι πίνακές του είναι μια εικαστική εκπυρσοκρότηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοούν το κάλλος ούτε ότι δεν διαθέτουν φτερούγες για να πετάξουν. Μέσα στην τόση ομορφιά, μέσα στον γαλαξία αυτόν της αισιοδοξίας δεν παύει να υπάρχει χαώδης η απελπισία. Αμφίσημα τα χρώματά του. Πάσχει από χρωματολεξία. Ας τον προσέξουμε πριν μας τον φάει κι αυτόν η συνήθεια... Στο βάθος οι καλοί ζωγράφοι δεν είναι τίποτα άλλο παρά σπαραχτικά λαϊκά τραγούδια της κάθε εποχής. Γιϳ αυτό δεν πρέπει να ζηλεύουμε τους καλλιτέχνες. Η Τέχνη, όπως έλεγε ο Νίκος Καρούζος, είναι ένας ελιγμός της ευτυχίας ώστε να υπάρχουν αναπαυτικά δυστυχισμένοι...
«Αν δεν ξέρεις να κάνεις τίποτα με τα χέρια σου γίνεσαι απάνθρωπος»
Γ.Λ.:Η Αθήνα αισθητικά πώς σας φαίνεται; Α.Φ. Αισθητικά δεν είναι ωραία, γιατί είναι μια άναρχη πόλη. Μας αρέσει όμως να ζούμε εδώ γιατί υπάρχει αυτό το αττικό φως και το θαυμάσιο κλίμα. Δεν θα την άλλαζα με κάτι άλλο. Είμαι άνθρωπος της πόλης, πάω στην αγορά, στο Μοναστηράκι συνέχεια. Βλέπω όλους αυτούς που φτιάχνουν όλα τα μικροαντικείμενα, τις τσατσάρες, τα λάστιχα και έχω μάθει να κάνω χτυπητά σφυρήλατα εκεί δίπλα στη Μητρόπολη, που ήταν κάτι υπόγεια που έφτιαχναν εκκλησιαστικά αντικείμενα. Είναι σπουδαίο πράγμα να μάθεις την τέχνη των άλλων. Να πιάνει το χέρι σου. Αλλιώς, αν δεν ξέρεις να κάνεις τίποτα με τα χέρια σου γίνεσαι απάνθρωπος. Γ.Χ. Η πόλη όντως δεν είναι ωραία. Αλλά έχει ωραίο φως, ωραία γεωγραφία και επιπλέον είναι οικεία. Σημαίνει κάτι για σένα. Αν πας σε άλλο μέρος, δεν πάει να είναι το ωραιότερο, δεν σου μιλάει με τον ίδιο τρόπο. Σε όλα τα μέρη της Αθήνας έχεις την αίσθηση ότι της ανήκεις.
Γ.Λ.:Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης πνίγεται από άθλιες πολυκατοικίες.Ούτε ένα πάρκο για τον Αγωνιστή Μακρυγιάννη δεν έχουν κάνει... Α.Φ. Οι πολυκατοικίες είναι καλύτερες από το Μουσείο! Ο χώρος είναι μικρός γι’ αυτό το μουσείο που έγινε εκεί. Δεν έχει ελληνικό χαρακτήρα. Να έχει ένα αίθριο. Η αρχαιότητα δεν ήταν μέσα σε αλουμίνια και σε τζαμαρίες. Το ίδιο το Μουσείο ασφυκτιά μέσα στο Μουσείο. Εκτός όλων των άλλων έχουν καταπατήσει με τις τζαμαρίες τα σημαντικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν εκεί.
Γ.Λ.:Μας χρειάζονται αποδράσεις... Α.Φ. Από τους πρώτους που είχαν αποδράσει ήμουν κι εγώ. Από το 1954 πηγαίναμε στην Ύδρα. Θέλαμε να ζήσουμε σαν Ροβινσώνες. Μας άρεσε που είχε αυτό το πρωτόγονο, το αρχαϊκό, με τα βράχια να σκαρφαλώνεις και να αισθάνεσαι μέσα στο πέλαγος ότι έχεις μια φωλιά. Μετά οι άνθρωποι πήγαν εκεί κουβαλώντας τους αποχυμωτές και τα μίξερ τους. Και η Μύκονος είναι ωραία. Είναι νησί επίπεδο και το χτυπούν όλοι οι άνεμοι κι έχει πάντα δροσιά. Με τρομερές παραλίες. Τέλος βρήκα την Τζια γιατί ήθελα να βρω ένα νησί αρχέγονο. Δεν είχε ούτε νερό όταν πρωτοπήγα. Τώρα όλα τα φτιάχνουν. Τυποποιούνται. Πάνε για δυο μέρες και κουβαλούν τα πάντα μαζί τους...
Γ.Λ.:Ένας καλλιτέχνης τρομάζει με τα εφήμερα; Ας πούμε η πανδημία της γρίπης σε τρομάζει; Α.Φ.: Πανικοβάλλεται. Γιατί νομίζει ότι θα του χαλάσει τον κόσμο τον δικό του και την ησυχία του. Όπως ο Αρχιμήδης που είπε στον στρατιώτη: «Μη μου τους κύκλους τάρατε». Θέλει να μείνει ατάραχος ακόμα κι αν υπάρχει ο κίνδυνος να σκοτωθεί. Είναι ολοφάνερο ότι θέλουν να μας τρομάξουν με την πανδημία της γρίπης.
Γ.Λ. Η Ελλάδα ήταν πάντα μια χώρα που ζούσε με πανικούς. Τώρα o τελευταίος πανικός είναι η γρίπη. Α.Φ. Είχαμε κι άλλες γρίπες, την ασιατική και άλλες. Αλλά δεν υπήρχε αυτός ο πανικός γιατί δεν υπήρχε η τηλεόραση. Ήμουν στο Παρίσι τότε. Δεν είχα πανικοβληθεί καθόλου. Σήμερα λένε «θα κάνει ζέστη» και πανικοβάλλονται οι Ευρωπαίοι. Κι ορισμένοι λένε «μη βγω έξω, θα πεθάνω». Ύστερα κάνει κρύο, ή λένε «θα βρέξει» και δείχνουν τρομερές πλημμύρες από τα προηγούμενα χρόνια. Σαν να γίνονται τώρα.
Γ.Λ. Αλέκο, συχνά βγάζεις από το καπέλο σου κουνέλια, σημαίες, ποδηλάτες, δηλαδή είσαι ένας μικρός θαυματοποιός. Α.Φ. Ναι, μπορεί χωρίς να το σκεφτώ να κάτσω και να αρχίσουν να βγαίνουν διάφορα πράγματα τα οποία τα κατανοώ μετά. Έχω την έννοια του θαυματοποιού, ότι μπορώ από το τίποτα να κάνω τα πάντα. Γνώρισα θαυματοποιούς στα παιδικά μου χρόνια. Μου είχαν μάθει διάφορα κόλπα. Πώς να εξαφανίζω δραχμές και άλλα τέτοια. Είχα τρελαθεί. Ερχόταν και ένας τύπος και είχε το «Πανόραμα» και έβλεπες τον Πύργο του Άιφελ, το Τροκαντερό! Σου έλεγε: «Δες, είναι τα αραπάκια μέσα στον ποταμό Νείλο» και του ϳλεγες: «Δεν βλέπω τίποτα». «Πού να δεις, αφού είναι νύχτα, μαύροι είναι δεν φαίνονται!» απαντούσε.
Γ.Λ.:Τι σε επηρέασε εκτός από τους δασκάλους σου; Α.Φ.: Με επηρέασε πολύ ο Καραγκιόζης. Το Θέατρο Σκιών είναι εφάμιλλο του Ματίς. Τα χρώματα μου αρέσουν, αλλά δεν έχω περιόδους. Δεν εκφράζω ένα συναίσθημα. Ζωγραφίζω αυτό που βλέπω. Εγώ δεν αλλάζω. Είμαι πάντα στον βαθύ παιδικό μου χειμώνα. Από το Παρίσι δεν πήρα τίποτα. Αυτό που πήρα είναι αυτό που λέει ο Οδυσσέας: «Και νόων έγνω». Δεν υπάρχει διαφορά στους ανθρώπους. Ο άνθρωπος μένει ο ίδιος σε όποια χώρα κι αν ζει.
«Η ζωγραφική δεν χρειάζεται να έχει και μέλλον...»
Γ.Λ.:Ο Ελύτης έλεγε ότι το να αποσπάς τα μέγιστα από το ελάχιστο είναι ένα βαθύ ελληνικό μυστικό. Α.Φ.: Ακριβώς. Το ελάχιστο είναι αυτό που δεν βλέπει ο περισσότερος κόσμος και το περιφρονεί. Γιϳ αυτό βλέπεις ξαφνικά να παρουσιάζεται ένας μεγάλος ζωγράφος ή ένας ηθοποιός και να ϳχει έναν δικό του τρόπο να βλέπει τα πράγματα. Δηλαδή σαν να έχεις έναν δρόμο να πας σε μία πόλη και νϳ ανοίγεις κι έναν άλλο δρόμο να πας στην ίδια πόλη. Το ϳλεγε και διαφορετικά ο ποιητής: «Πας γρηγορότερα παντού μέσω Κωνσταντινουπόλεως».
Γ.Λ.:Πώς τα καταφέρνεις και ενώ αλλάζεις πολλά πρόσωπα παραμένεις πάντα ο ίδιος; Α.Φ. Μια φορά ζωγράφιζα τον Ελύτη και μου λέει: «Δεν με πετυχαίνεις». Του έκανα τέσσεραπέντε σχεδιάκια και όλο μου έλεγε: «Δεν με πετυχαίνεις. Εσύ το χαβά σου πάντα». Το κάνω με τον δικό μου τρόπο. Δεν μπορούσα να τον πετύχω, γιατί όπως ζωγράφιζα έμοιαζε λίγο μεν, αλλά ήταν πάλι με τον δικό μου τρόπο. Είχε παραλλαγή από τη μοναδικότητα. Αλλά τελικά αυτό είναι. Η Τέχνη δεν είναι μια αντιγραφή απϳ τη φύση. Είναι το πώς εκφράζεσαι.
Γ.Λ.:Θεωρείς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πέτυχε ή μας τρώνε μόνο τα οικονομικά; Ποιο θα ήταν το ιδανικό μιας ευρωπαϊκής κοινότητας; Α.Φ.: Μου αρέσει. Και για τα οικονομικά, αλλά κυρίως γιατί μπορείς να ταξιδεύεις ελεύθερα. Πήγαινα στη Γερμανία και με σταματούσαν γιατί ήμουν μαυριδερός. Η Γαλλία ήταν η «χώρα του ασύλου». Δεν σου έκαναν αυτό το πράγμα. Όταν ταξιδεύεις ελεύθερα και συναντάς ανθρώπους ελεύθερα, τότε εκφράζεσαι και ελεύθερα. Έτσι γεννιούνται και οι ιδέες. Οι περισσότερες μεγάλες ιδέες στα καφενεία του Παρισιού έχουν γεννηθεί. Γ.Χ.:Αν σκεφτούμε ότι η Ευρώπη σφαζόταν για πολλά χρόνια, είναι εντυπωσιακό ότι κατάφεραν οι ευρωπαϊκοί λαοί να ενωθούν. Βέβαια, οι μεγάλες φλόγες ελπίδας που γέννησε αυτή η ένωση περιέχουν και μεγάλες φλόγες ματαιότητας. Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, όταν πήγα για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη αισθάνθηκα Ευρωπαίος. Πηγαίνοντας στο Παρίσι και στο Λονδίνο αισθάνεσαι μια διαφορετικότητα, αλλά όταν πηγαίνεις σε άλλη Ήπειρο καταλαβαίνεις πόσο σε ενώνουν όλα αυτά.
Γ.Λ.:Τι είναι για σας η διαφάνεια; Α.Φ.:Να βλέπεις το βάθος από την αρχή. Να βλέπεις τον δικό μας πολιτισμό σε βάθος και να φτάνεις μέχρι την αρχαϊκή του εποχή. Δηλαδή, τι είχε συμβεί να το βλέπεις καθαρά. Αλλά να μην το αντιγράφεις. Τους προηγούμενους μπορούμε να τους γνωρίσουμε γιατί έχουμε τραφεί με τα ίδια πράγματα. Έχουμε το ίδιο φως από τον ίδιο ήλιο. Πλενόμαστε στα ίδια νερά. Ταξιδεύουμε στις ίδιες θάλασσες. Γ.Χ.:Νομίζω ότι τον ορισμό της διαφάνειας δεν τον έδωσε κανείς καλύτερα από τον Οδυσσέα Ελύτη. Το είπε όταν παρέλαβε το Νόμπελ. «Διαφάνεια είναι η αναλογία ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα και στα φαινόμενα του πνεύματος που σου επιτρέπουν να διακρίνεις τα πολλά επίπεδα από τα οποία συντίθεται ένα γεγονός».
Γ.Λ.:Αλέκο, στη ζωγραφική σου κυριαρχούν οι συμβολισμοί:άγγελοι ποδηλάτες, στάχυα που ιριδίζουν σε κίτρινους ήλιους, εξωτικά πουλιά που κάτι κουβαλάνε. Α.Φ.:Χρησιμοποιώ σύμβολα που γίνονται όμως μυθικά μετά. Καθρέφτες, στάχυα, όπως έχουν στην εκκλησία τα λάβαρα και τα εξαπτέρυγα που παρουσιάζονται εκάστοτε γιατί εκφράζουν αυτή τη σχετικότητα που έχουν. Εγώ εκφράζω τα στοιχεία της φύσης. Για παράδειγμα, βλέπω ένα στάχυ χρυσό που πάλλεται. Το πιο φτωχικό. Είναι τρομερό σύμβολο. Εκφράζει όλο το Αιγαίο. Το μελτέμι. Και το χρησιμοποιώ έτσι. Βλέπεις, στα έργα μου πετάγονται στάχυα, φύλλα από τη συκιά, μέλισσες. Εκφράζω την πνευματικότητα, τη Μεσόγειο, την Ελλάδα που ζούμε. Δεν το κάνω επίτηδες να είμαι Έλληνας. Γιατί είμαι. Γ.Χ.: Μα ναι, η ματιά του κάθε ζωγράφου είναι γεμάτη συμβολισμούς. Η έννοια του χρόνου στην πραγματικότητα για τους καλλιτέχνες δεν υπάρχει. Όπως λέει και ο Αλέκος, κι εκείνος πατάει πάνω σε άλλα πράγματα. Κάθε φορά ο άνθρωπος ξαναζεί τα ίδια, στον ίδιο τόπο, και προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται, να αποδώσει αυτό που βλέπει, χρησιμοποιώντας πρότυπα. Η έννοια ότι κάνεις ζωγραφική περικλείει την παράδοση. Τη ζωντανή παράδοση, όχι με την έννοια του παραδοσιακού. Του κλειστού. Σημαίνει ότι χρησιμοποιείς κάτι αρχέγονο.
Γ.Λ.:Κουβαλάτε την Ελλάδα μαζί σας παντού και πάντα; Γ.Χ.:Μα, οι Έλληνες είναι ταξιδιάρης λαός. Δεν είναι στατικός λαός. Έτσι αισθάνομαι. Α.Φ.: Ήμουν τόσο καιρό στο Παρίσι και στο τέλος κατάλαβα ότι ζούσα στην Ελλάδα. Στην Ιθάκη. Και είπα: «Θα φύγω, δεν θα κάτσω άλλο». Στην ουσία ακόμα κάθομαι όπου κι αν πάω, στη γειτονιά μου είμαι, στην οδό Μεταξά, στην αυλίτσα μου. Και είναι αυτός ο μικρός μου κόσμος, αυτό που λέει ο ποιητής. «Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας».
Γ.Λ.:Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του μια ιδιωτική οδό. Ποια είναι η δική σας ιδιωτική οδός; Α.Φ.: Την έχεις μέσα σου αυτή την οδό. Δεν έχει σχήμα. Γίνεται σιγά σιγά. Στην αρχή δεν την ξέρεις, κάνεις ενστικτωδώς τα έργα. Κι εγώ έχω δει έργα μου που τα ϳκανα δεκαεπτά και είκοσι χρόνων και λέω: «Πώς τα έκανα; Τέτοιο θράσος είχα;». Μεγαλώνοντας αποκτάς και μια γνώση και τη δεξιοτεχνία των πραγμάτων. Γίνεσαι ένας δεξιοτέχνης και χαλάει το αρχέγονο, το πρωταρχικό. Αλλά ο δρόμος χαράζεται σιγά σιγά. Εγώ έβλεπα έναν τρελό στον δρόμο με παράσημα πολλά. Ο «Στρατηγός» που λέγαμε. Πέρασε στη ζωγραφική μου, έκανα ανθρώπους με στολές και τους έβαζα πολλά παράσημα. Αλλά δεν φάνηκε σαν τρελός. Φάνηκε σαν αντικείμενο διακοσμημένο. Αυτό είδα εγώ σε έναν τρελό. Κάτι πράγματα που ο κόσμος δεν τα έβλεπε και τα χλεύαζε. Και ύστερα, επί χούντας, ζωγράφιζα στρατηγούς με πολλά παράσημα, υπέρ το δέον... Γ.Χ.: Όντως είναι περίεργο γιατί ζωγραφίζεις κάτι. Για κάποιον λόγο παρατηρείς πράγματα και για κάποιον λόγο αποφασίζεις να ζωγραφίσεις μπροστά σου. Δεν ξέρεις γιατί. Αλλά εγώ έτσι καταλαβαίνω το νόημα της ζωής μου. Ζωγραφίζοντάς το. Ζωγραφίζω από το πρωί μέχρι το βράδυ...
Γ.Λ.:Ποιο είναι το μέλλον της ζωγραφικής; Α.Φ.: Δεν χρειάζεται να έχει και μέλλον, γιατί δεν είναι μια τέχνη που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, όπως ο κινηματογράφος. Είναι αρχέγονη τέχνη. Οι άνθρωποι στις σπηλιές φύσαγαν το χρώμα και έμενε σαν σπρέι το αποτύπωμα του χεριού τους.
«Πώς ζωγραφίζω; Εκ βαθέων»
Γ.Λ.:Μπορείς να μου περιγράψεις πού είσαι τώρα και τι κάνεις; Γ.Χ.: Πάτμος. Είναι μεσημέρι. Κάθομαι σε μια πάνινη καρέκλα στη βεράντα κάτω από τη σκιά της καλαμωτής με θέα τη θάλασσα και ζωγραφίζω με κραγιόνια και ακουαρέλες. Βλέπω μπροστά μου δύο σκάφη με πανιά να περνούν δίπλα δίπλα, παρέα σαν δυο καλοί φίλοι πηγαίνοντας στο λιμάνι. Στο βάθος, δεν βλέπω ακριβώς αλλά ξέρω ότι είναι εκεί οι Λειψοί, το Μαράθι και τα Τηγανάκια που πάμε εκδρομές με το φουσκωτό. Αυτά κοιτώντας μακριά. Κοντά μου, στα δυο μέτρα αριστερά, ένα κυπαρίσσι και από κάτω του ελιές, σαν θάμνος. Ο ήλιος, το φως έρχεται από τ’ αριστερά. Σκέφτομαι ότι είναι σαν σκηνικό θεάτρου. Το πλαίσιο όπου θα παιχτεί το έργο. Η εικόνα μέσα στην εικόνα. Πόσες φορές δεν έχω ζωγραφίσει το ίδιο θέμα, αυτό το ίδιο τοπίο. Γιατί; Ξανακοιτώ στη θάλασσα τα δύο σκάφη να περνούν από τα δεξιά προς τ’ αριστερά. Μέχρι να τα σχεδιάσω με δυο πινελιές χρωματιστές, δεν τα βλέπω πια. Έχουν φύγει. Στο σπίτι τα παιδιά έχουν ξαπλώσει, οι άλλοι είναι ακόμα στη θάλασσα. Όλες αυτές οι παρουσίες και οι απουσίες. Τα ορατά και τα αόρατα. Γιατί παιδεύομαι με τα χρώματα και δεν τραβώ μια φωτογραφία; Δοκίμασα. Ο φακός δεν αποδίδει τέτοιο βάθος πεδίου. Δεν σκέφτεται. Και άλλωστε είναι και ο χρόνος. Ένα κλικ είναι μόνο ένα κλάσμα δευτερολέπτου. Η ζωγραφική παίρνει χρόνο για να γίνει. Ο χρόνος περνά. Μπροστά μου πάνε και έρχονται διάφορες βάρκες και πλοία. Άραξε τώρα και ένα τρομακτικά μεγαλοπρεπές κρουαζιερόπλοιο. Νομίζεις πως θα μπει μέσα στο σπίτι! Άλλαξαν τα πάντα. Κι όμως εγώ συνεχίζω να ζωγραφίζω μια σταθερή εικόνα, ακίνητη μα ελπίζω ζωντανή. Πράγμα οξύμωρο. Δύο διαστάσεις, μερικές γραμμές και λίγα χρώματα. Όλα αυτά δεν είναι παρά μερικές ώρες από τη ζωή μου. Η καταγραφή του χρόνου που περνά. Είναι το τι είδα, τι άκουσα, τι αισθάνθηκα και τι σκέφτηκα σε αυτές τις λίγες ώρες της ζωής μου. Γιατί είμαι και εγώ μέρος αυτού του τοπίου που ζωγραφίζω. Και αυτό το οποίο ζωγράφισα τελικά δεν είναι ένα τοπίο. Είναι ένα πορτρέτο.
|